Από πολύ μακρυά βλέπω το ιδρωμένο πρόσωπο σου
τη σήραγγα της διαφυγής σου με τρόμο προσπαθείς να διανοίξεις
κάθε νυχιά και απόγνωση
κάθε σταματημός κι ελπίδα
τώρα νιώθεις όπως κι εγώ τότε
που μέσα από το τούνελ σου τελευταία φορά σε είδα
μα εγώ είμαι εξορισμένος από τον κόσμο τώρα
πέταξα πέρα απ'τον ουρανό καθώς έσκαβα κάτω
αιώνες ξεκουραζόμουν μα δεν είχα τι να κάνω
και τώρα από την κλειδαρότρυπα βλέπω τα αγκομαχητά σου
στο σκοτάδι με τους άπειρους δρόμους κλείστηκα και πάλι
και τώρα τι χαρά, δεν έχω τι να κάνω
και αραγμένος εδώ κάθομαι και σε βλέπω
να γελάς με τον κόσμο και να χορεύεις
νομίζοντας από το τούνελ οτι βγήκες έξω
και άλλες φορές μόνη να κλαις και την τύχη σου να βρίζεις
και ο άνεμος ο δικός σου πιο μέσα να σε κλείνει
σαν μια σπείρα άμυαλη μπροστά σου να πάει μέσα-έξω
κι εγώ χρόνια πολλά καλόγερος της πόλης είχα γίνει
στη μοναξιά μου να αποθέτουν οι άνθρωποι τα ρούχα τα καλά τους
μα κάποιο βράδυ στην μοναξιά μου την αγαπημένη, απίστησα
Και ανέπνευσα αλήθεια, μα κουβέντα πουθενά δεν είπα
από το δέος ήθελα με μια φωνή τον κόσμο να τρομάξω
μα όσο και αν το ήθελα δεν έβγαλα μιλιά
και τι να πεις όταν δεν έχεις στόμα για να μιλήσεις;
όχι, δεν βγήκα πάλι στους δρόμους να γυρνάω
ούτε με φίλους σκεπτικός τη μοίρα μου να κλαίω
και τις μαύρες συμφορές που μου φιλέψανε οι άλλοι
όταν τον εαυτό μου έσπρωξα μακρυά από τη μοναξιά
μόνος κι έρημος δεν είχα και τίποτα να περιμένω
κι έτσι στο σκοτάδι ούτε εμένα ούτε εσένα βρήκα
μόνο που όταν δεν υπάρχει φως αγκαλιάζουμε τη σκοτεινή ομορφιά που είμαστε
μα τι στην ευχή έγινε και στο τούνελ πάλι βρέθηκα;
ολόγυμνος και ξαπλωμένος στη δροσιά, στο πουθενά να κοιτάω;
γιατί έχω πετάξει τα ρούχα τα πανάκριβα που οι άνθρωποι μου φορτώναν
όταν τίμιος, πιστός και εγκρατής καλόγερος συστηνόμουν
και τώρα παντού σε κοιτάω άνιωθος και ανέκφραστος
αμέτρητες εκφράσεις στο δευτερόλεπτο να αλλάζεις
και τα ρούχα σου τα καλαίσθητα να προσπαθείς μη σκίσεις
κι εγώ στης λύπης μου το θρόνο κατακρημνησμένος, τσαλακωμένος να αναρωτιέμαι
άκουσε τώρα την αλλαργινή φωνή, γιατί το έχω απορία
ποιάν καλοντυμένη κυρία έχρισες βασίλισσα πέρα από την πόρνη θέληση σου;
Και τι περιμένεις επιτέλους από αυτό τον κόσμο;
και κάθεσαι και γελάς όταν γύρω-γύρω όλοι κάνεις με άλλους στα χαλάσματα
και κοριτσάκι αισθάνεσαι κάνοντας καρουζέλ πάνω σε πειθήνια γαιδουράκια
Κι εγώ ήρεμος κάθομαι χωρίς να περιμένω, χωρίς να μη περιμένω
την φλόγα της στιγμής πάλι να φουντώσει
και όταν δεν ξέρεις τι να κάνεις
στο σταυροδρόμι ψάξε με μπας και βρούμε ένα τρόπο
το μαγικό το τρικ νομίζω το θυμάσαι
γιατί και τότε ήσουν είχες πει λιγάκι απεγνωσμένη
και κάποιο παιδάκι εμφάνισες μπροστά σου
φαντάζομαι κάτι θα ήξερε μα πιο βαθειά σε έκλεισε
στου τούνελ τους αλλοπρόσαλους στροβίλους
τώρα όμως δεν είμαι παιδί, ωρίμασα, και ξέρω το κάτι λίγο παραπάνω
και πριν στο δέντρο αρχίσω να σαπίζω και το κοτσάνι κόψω
στο τούνελ βρες με και ξάπλωσε μήπως βρούμε μια λύση
νιώσε με ξανά στων πεθαμένων ονείρων τη ματωμένη τρύπα
και άφησε με αμέριμνο το τούνελ μας να σκάβω
με τρυφερά λογάκια λίγο λίγο θα σκαλίζω
μια σπείρα άμυαλη μέσα σου να πάει μέσα-έξω
και άλλοτε με παθιασμένες φωνές τους τοίχους του θα σπάω
και θα συνεχίζουμε να στιβόμαστε, να σκεφτόμαστε τα πάντα,
τη σήραγγα της διαφυγής μας με πάθος να προσπαθούμε να διανοίξουμε
μέχρι να φτάσουμε στο τελευταίο, το λησμονημένο πάθος
εκείνο που αγκαλιασμένους ξανά θα μας σκοτώσει.
Π.Σ.