Summon the souls of macrocosm. No age will escape my wrath. I travel through time and I return to the future. I gather wisdom now lost. Watching the mortals "discovering" my chronicles, guarded by the old demons, even unknown to me.
Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2010
ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΒΟΥΗ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ
Μέσα στη βουή του δρόμου
ήταν να βρω το όνειρό μου...
να το βρω και να το χάσω
και ούτε πια που θα το φτάσω
Μια στιγμή πέρασε μπρος μου
και ήταν η χαρά του κόσμου
η χαρά που μας ματώνει
σαν οι πιο μεγάλοι πόνοι
Όνειρο γλυκό και ξένο
και παντοτινά χαμένο
σε κρατώ στο νου μου ακόμα
σαν τριαντάφυλλο στο στόμα
Πέρασες όπως περνούνε
όσα δε θα ξαναρθούνε
σε κρατώ στο νου μου ακόμα
σαν τριαντάφυλλο στο στόμα
Πέρασες όπως περνούνε
όσα δε θα ξαναρθούνε
πουλιά που έχουν φτερουγίσει
σύννεφα μέσα στη δύση
Και άφησε το πέρασμά του
πέρασμα ζωής θανάτου
στην καρδιά μου σαν σφραγίδα
μία πεθαμένη ελπίδα
Άγνωστη Χ
Με σκαλίζεις σαν ξερό χωράφι
Κι ό,τι σάπιο και άχρηστο βρίσκεις το αγαπάς
Το χρυσάφι μου το πετάς στα σκουπίδια
Αναλογίζομαι την ώρα που θα φεύγεις
Νομίζοντας πως πήρες ό,τι ήθελες να πάρεις
Δίχως ποτέ να σου περάσει απ' το μυαλό
Πώς πήρες ό,τι σου άξιζε να πάρεις...
Κι ό,τι σάπιο και άχρηστο βρίσκεις το αγαπάς
Το χρυσάφι μου το πετάς στα σκουπίδια
Αναλογίζομαι την ώρα που θα φεύγεις
Νομίζοντας πως πήρες ό,τι ήθελες να πάρεις
Δίχως ποτέ να σου περάσει απ' το μυαλό
Πώς πήρες ό,τι σου άξιζε να πάρεις...
Καταδίκη
Λιγοστό το φως σε μια γωνιά του δωματίου.
Ατέλειωτες διαδοχικές εικόνες στην οθόνη.
Ο ήχος ενός αυτοκινήτου που απομακρύνεται.
Βιβλία, σημειώσεις, γράμματα, ευχετήριες κάρτες.
Απομεινάρια ενός μακρινού παρελθόντος.
Μακάβριος ο ύπνος των ανθρώπων.
Σέρνεις το κουρασμένο σου κορμί μέχρι το κρεβάτι.
Αναπνέεις αργά και σταθερά μα κυρίως αθόρυβα.
Προσπαθείς να ουρλιάξεις αλλά σωπαίνεις.
Σου πήρε καιρό να καταλάβεις ότι
η δική σου καταδίκη είναι η μοναξιά.
Ατέλειωτες διαδοχικές εικόνες στην οθόνη.
Ο ήχος ενός αυτοκινήτου που απομακρύνεται.
Βιβλία, σημειώσεις, γράμματα, ευχετήριες κάρτες.
Απομεινάρια ενός μακρινού παρελθόντος.
Μακάβριος ο ύπνος των ανθρώπων.
Σέρνεις το κουρασμένο σου κορμί μέχρι το κρεβάτι.
Αναπνέεις αργά και σταθερά μα κυρίως αθόρυβα.
Προσπαθείς να ουρλιάξεις αλλά σωπαίνεις.
Σου πήρε καιρό να καταλάβεις ότι
η δική σου καταδίκη είναι η μοναξιά.
Πέμπτη 30 Δεκεμβρίου 2010
ΑΝΕΠΝΕΕ
Αποφεύγουμε τον θάνατο σε μικρές δόσεις,όταν θυμόμαστε πάντα πως για να 'σαι ζωντανός
χρειάζεται μια προσπάθεια πολύ μεγαλύτερη από το απλό αυτό δεδομένο της αναπνοής...
χρειάζεται μια προσπάθεια πολύ μεγαλύτερη από το απλό αυτό δεδομένο της αναπνοής...
ΑΝΑΜΟΝΗ
Σε περιμένω.Μη ρωτάς γιατί.
Μη ρωτάς γιατί περιμένει κείνος
Που δέν έχει τί να περιμένει
Και όμως περιμένει.
Γιατί σαν πάψει να περιμένει
Είναι σα να παύει να βλέπει
Σα να παύει να κοιτά τον ουρανό
Να παύει να ελπίζει
Σα να παύει να ζεί.
Αβάσταχτο είναι...Πικρό είναι
Να σιμώνεις αργά στ'ακρογιάλι
Χωρίς να είσαι ναυαγός
Ούτε σωτήρας
Παρά ναυάγιο...
Ω θλίψη
Έπρεπε να ξεφύγω,αλλιώς ήμουν χαμένος,αλλά ο άγνωστος του σταθμού με περίμενε κιόλας στην άκρη του ταξιδιού μου.
Ποιος άγνωστος;
Ήμουν εγώ ο ίδιος νικημένος κι άνοιγα τις πόρτες στα σταματημένα βαγόνια κι έβγαινα απ’ την άλλη μεριά του ονείρου.
Ω θλίψη,σε μάθαμε από παιδιά,σχεδόν πριν γνωρίσουμε τον κόσμο...
Ποιος άγνωστος;
Ήμουν εγώ ο ίδιος νικημένος κι άνοιγα τις πόρτες στα σταματημένα βαγόνια κι έβγαινα απ’ την άλλη μεριά του ονείρου.
Ω θλίψη,σε μάθαμε από παιδιά,σχεδόν πριν γνωρίσουμε τον κόσμο...
ΠΕΡΙ ΘΗΛΕΩΝ
Οι περισσότερες ψυχρές,αγέλαστες,υπολογίστριες,αδιάφορες.
Αντί να ανοίγουν την καρδιά τους,ανοίγουν το τεφτέρι.
Ακόμη και την αγκαλιά,θα σ’ τη χρεώσουν.
Η «αλαζονεία του αιδοίου» είπε κάποιος
και ποιος είμαι εγώ για να διαφωνήσω;
Άλλες τις εκτιμώ βαθιά για την αγάπη που μοιράζουν απλόχερα γύρω τους
για το απροσποίητο χαμόγελό τους
για την αντρίκια μπέσα τους (το ξέρω, είναι λίγες ετούτες).
Κάποιες άλλες τις θαυμάζω από μακριά,για λόγους καθαρά αισθητικούς.
Κάτι σαν τα ακριβά κοσμήματα στις προθήκες των πολυτελών καταστημάτων,φοβάσαι καν να πλησιάσεις στη βιτρίνα,λες και σε πούνε κλέφτη.
Άλλωστε,όλοι ξέρουμε σε τι κουμάσια έδωσε ο Θεός τα λεφτά και τι είδους θηλυκά τους γυροφέρνουν..
Αντί να ανοίγουν την καρδιά τους,ανοίγουν το τεφτέρι.
Ακόμη και την αγκαλιά,θα σ’ τη χρεώσουν.
Η «αλαζονεία του αιδοίου» είπε κάποιος
και ποιος είμαι εγώ για να διαφωνήσω;
Άλλες τις εκτιμώ βαθιά για την αγάπη που μοιράζουν απλόχερα γύρω τους
για το απροσποίητο χαμόγελό τους
για την αντρίκια μπέσα τους (το ξέρω, είναι λίγες ετούτες).
Κάποιες άλλες τις θαυμάζω από μακριά,για λόγους καθαρά αισθητικούς.
Κάτι σαν τα ακριβά κοσμήματα στις προθήκες των πολυτελών καταστημάτων,φοβάσαι καν να πλησιάσεις στη βιτρίνα,λες και σε πούνε κλέφτη.
Άλλωστε,όλοι ξέρουμε σε τι κουμάσια έδωσε ο Θεός τα λεφτά και τι είδους θηλυκά τους γυροφέρνουν..
Οι επιθυμίες ενός ηλικιωμένου ανδρός
Μακάρι ν’ αγαπούσα την ανθρώπινη τη ράτσα
Μακάρι ν’ αγαπούσα την ηλίθιά της φάτσα
Μακάρι να μ’ άρεσε ο τρόπος που περπατάει
Μακάρι να μ’ άρεσε ο τρόπος που μιλάει
Κι αν μου λέγαν «να σας συστήσω τον κύριο τάδε…»
Θα ’θελα να σκεφτόμουν «αχ, τι καλά»,
αμ δε!
Μακάρι ν’ αγαπούσα την ηλίθιά της φάτσα
Μακάρι να μ’ άρεσε ο τρόπος που περπατάει
Μακάρι να μ’ άρεσε ο τρόπος που μιλάει
Κι αν μου λέγαν «να σας συστήσω τον κύριο τάδε…»
Θα ’θελα να σκεφτόμουν «αχ, τι καλά»,
αμ δε!
ΤΕΧΝΗ
Έζησα τα πάθη σα μια φωτιά,τάδα ύστερα να μαραίνονται και να σβήνουν,
και μ' όλο που ξέφευγα απόνα κίνδυνο,έκλαψα
γι' αυτό το τέλος που υπάρχει σε όλα.
Δόθηκα στα πιο μεγάλα ιδανικά, μετά τ' απαρνήθηκα,
και τους ξαναδόθηκα ακόμα πιο ασυγκράτητα.
Ένοιωσα ντροπή μπροστά στους καλοντυμένους,
και θανάσιμη ενοχή για όλους τους ταπεινωμένους και τους φτωχούς,
είδα τη νεότητα να φεύγει,να σαπίζουν τα δόντια,
θέλησα να σκοτωθώ,από δειλία ή ματαιοδοξία,
συχώρεσα εκείνους που με σύντριψαν,έγλυψα εκεί που έφτυσα,
έζησα την απάνθρωπη στιγμή,όταν ανακαλύπτεις,πλέον αργά,ότι είσαι ένας άλλος
από κείνον που ονειρευόσουνα,
ντρόπιασα τ' όνομά μου
για να μη μείνει ούτε κηλίδα εγωισμού απάνω μου ― κι ήταν ο πιο φριχτός εγωισμός.
Tις νύχτες έκλαψα,
συνθηκολόγησα τις μέρες,αδιάκοπη πάλη μ' αυτόν τον δαίμονα μέσα μου
που τα ήθελε όλα,τούδωσα τις πιο γενναίες μου πράξεις,τα πιο καθάρια μου όνειρα
και πείναγε,τούδωσα αμαρτίες βαρειές,τον πότισα αλκοόλ,χρέη, εξευτελισμούς,
και πείναγε.
Bούλιαξα σε μικροζητήματα
φιλονίκησα για μιας σπιθαμής θέση,κατηγόρησα,
έκανα το χρέος μου από υπολογισμό,και την άλλη στιγμή,χωρίς κανείς να μου το ζητήσει
έκοψα μικρά-μικρά κομάτια τον εαυτό μου και τον μοίρασα
στα σκυλιά.
Tώρα, κάθομαι μες στη νύχτα και σκέφτομαι, πως ίσως πια μπορώ να γράψω
ένα στίχο, αληθινό.
και μ' όλο που ξέφευγα απόνα κίνδυνο,έκλαψα
γι' αυτό το τέλος που υπάρχει σε όλα.
Δόθηκα στα πιο μεγάλα ιδανικά, μετά τ' απαρνήθηκα,
και τους ξαναδόθηκα ακόμα πιο ασυγκράτητα.
Ένοιωσα ντροπή μπροστά στους καλοντυμένους,
και θανάσιμη ενοχή για όλους τους ταπεινωμένους και τους φτωχούς,
είδα τη νεότητα να φεύγει,να σαπίζουν τα δόντια,
θέλησα να σκοτωθώ,από δειλία ή ματαιοδοξία,
συχώρεσα εκείνους που με σύντριψαν,έγλυψα εκεί που έφτυσα,
έζησα την απάνθρωπη στιγμή,όταν ανακαλύπτεις,πλέον αργά,ότι είσαι ένας άλλος
από κείνον που ονειρευόσουνα,
ντρόπιασα τ' όνομά μου
για να μη μείνει ούτε κηλίδα εγωισμού απάνω μου ― κι ήταν ο πιο φριχτός εγωισμός.
Tις νύχτες έκλαψα,
συνθηκολόγησα τις μέρες,αδιάκοπη πάλη μ' αυτόν τον δαίμονα μέσα μου
που τα ήθελε όλα,τούδωσα τις πιο γενναίες μου πράξεις,τα πιο καθάρια μου όνειρα
και πείναγε,τούδωσα αμαρτίες βαρειές,τον πότισα αλκοόλ,χρέη, εξευτελισμούς,
και πείναγε.
Bούλιαξα σε μικροζητήματα
φιλονίκησα για μιας σπιθαμής θέση,κατηγόρησα,
έκανα το χρέος μου από υπολογισμό,και την άλλη στιγμή,χωρίς κανείς να μου το ζητήσει
έκοψα μικρά-μικρά κομάτια τον εαυτό μου και τον μοίρασα
στα σκυλιά.
Tώρα, κάθομαι μες στη νύχτα και σκέφτομαι, πως ίσως πια μπορώ να γράψω
ένα στίχο, αληθινό.
Aυτοπροδοσία
Ήταν γυμνός.
Στην πόλη τον πετροβολούσαν.
Kι έφευγε, με το αίμα να στάζει πίσω του.
«Θέλει να δείχνει ανυπεράσπιστος»,έλεγαν οι σοφοί.
Mα όταν τον βρήκαμε νεκρό,έξω στα χωράφια,είδαμε πάνω στο γυμνό του στήθος το μεγάλο ζωγραφισμένο πουλί,που του 'τρωγε το τελευταίο κουρέλι...
Στην πόλη τον πετροβολούσαν.
Kι έφευγε, με το αίμα να στάζει πίσω του.
«Θέλει να δείχνει ανυπεράσπιστος»,έλεγαν οι σοφοί.
Mα όταν τον βρήκαμε νεκρό,έξω στα χωράφια,είδαμε πάνω στο γυμνό του στήθος το μεγάλο ζωγραφισμένο πουλί,που του 'τρωγε το τελευταίο κουρέλι...
ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
ΑΠΟ ΟΛΑ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΣΩΘΕΙΣ
ΕΚΤΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΣΟΥ ΓΙΑ ΚΑΤΙ ΠΟΛΥ ΜΑΚΡΙΝΟ
ΠΟΥ ΔΕΝ ΤΟ ΘΥΜΑΣΑΙ...
ΠΩΣ ΝΑ ΜΟΙΑΖΕΙ ΑΡΑΓΕ ΘΛΙΜΜΕΝΗ Η ΑΓΑΠΗ;
ΕΚΤΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΣΟΥ ΓΙΑ ΚΑΤΙ ΠΟΛΥ ΜΑΚΡΙΝΟ
ΠΟΥ ΔΕΝ ΤΟ ΘΥΜΑΣΑΙ...
ΠΩΣ ΝΑ ΜΟΙΑΖΕΙ ΑΡΑΓΕ ΘΛΙΜΜΕΝΗ Η ΑΓΑΠΗ;
Ο κηπουρός
Μέσα στον κήπο της δικιάς μου μοναξιάς
κάτι πουλιά πετούν πάνω απ' τη στάχτη
που άφησε πίσω του όταν έφυγε ο νοτιάς και
μου τραγουδάνε "η αγάπη θα 'ρθει, θα' ρθει"
Μέσα στους τοίχους της μικρής μου φυλακής
κάποιος διαβάζει της παλάμης μου το χάρτη
βλέπει τους δρόμους της χαμένης μου ζωής και
μου τραγουδάει "η αγάπη θα 'ρθει, θα' ρθει"
Θα 'ρθει, ένα απόγευμα ζεστό
θα μπει στον κήπο αυτό
όλο το φως που υπάρχει...
θα 'ρθει, μ' ένα ποδήλατο λευκό
θα κοιταχτεί μέσ' στο νερό
και θα ρωτάει να μάθει...
πότε γέμισε ο κήπος με πουλιά
πόσο είχε λείψει εκεί μακριά
ποιος τα φροντίζει τ' άνθη...
Μέσα στον κήπο της δικιάς μου μοναξιάς
κάτι παιδιά που γκρέμισαν το φράχτη
μου 'παν σε είδαν πάλι απ' έξω να περνάς και
έπειτα είπαν "η αγάπη θα 'ρθει, θα 'ρθει"
Θα 'ρθει, ένα απόγευμα ζεστό
θα μπει στον κήπο αυτό
όλο το φως που υπάρχει...
θα 'ρθει, μ' ένα ποδήλατο λευκό
θα κοιταχτεί μέσ' στο νερό
και θα ρωτάει να μάθει...
πότε γέμισε ο κήπος με πουλιά
πόσο είχε λείψει εκεί μακριά
ποιος τα φροντίζει τ' άνθη...
Μέσα στους τοίχους της μικρής μου φυλακής
κάποιος διαβάζει της παλάμης μου το χάρτη
βλέπει τους δρόμους της χαμένης μου ζωής και
μου τραγουδάει "η αγάπη θα 'ρθει, θα' ρθει"
κάτι πουλιά πετούν πάνω απ' τη στάχτη
που άφησε πίσω του όταν έφυγε ο νοτιάς και
μου τραγουδάνε "η αγάπη θα 'ρθει, θα' ρθει"
Μέσα στους τοίχους της μικρής μου φυλακής
κάποιος διαβάζει της παλάμης μου το χάρτη
βλέπει τους δρόμους της χαμένης μου ζωής και
μου τραγουδάει "η αγάπη θα 'ρθει, θα' ρθει"
Θα 'ρθει, ένα απόγευμα ζεστό
θα μπει στον κήπο αυτό
όλο το φως που υπάρχει...
θα 'ρθει, μ' ένα ποδήλατο λευκό
θα κοιταχτεί μέσ' στο νερό
και θα ρωτάει να μάθει...
πότε γέμισε ο κήπος με πουλιά
πόσο είχε λείψει εκεί μακριά
ποιος τα φροντίζει τ' άνθη...
Μέσα στον κήπο της δικιάς μου μοναξιάς
κάτι παιδιά που γκρέμισαν το φράχτη
μου 'παν σε είδαν πάλι απ' έξω να περνάς και
έπειτα είπαν "η αγάπη θα 'ρθει, θα 'ρθει"
Θα 'ρθει, ένα απόγευμα ζεστό
θα μπει στον κήπο αυτό
όλο το φως που υπάρχει...
θα 'ρθει, μ' ένα ποδήλατο λευκό
θα κοιταχτεί μέσ' στο νερό
και θα ρωτάει να μάθει...
πότε γέμισε ο κήπος με πουλιά
πόσο είχε λείψει εκεί μακριά
ποιος τα φροντίζει τ' άνθη...
Μέσα στους τοίχους της μικρής μου φυλακής
κάποιος διαβάζει της παλάμης μου το χάρτη
βλέπει τους δρόμους της χαμένης μου ζωής και
μου τραγουδάει "η αγάπη θα 'ρθει, θα' ρθει"
Ποιος θα διώξει μακριά την θλίψη;
Μπλε ουρανός είναι ακόμα ψηλά
Και ο ήλιος στην θέση του
Μα εγώ απορώ ποιος θα μείνει αύριο να περιμένει τους θεούς
Ναι οι δρόμοι μας στρωμένοι με χρυσό
Και κανείς δεν ουρλιάζει πια
Μα εδώ το μυαλό μου χάνεται καθώς καταδιώκω δαίμονες
Ποιος, ποιος θα διώξει μακριά την θλίψη
Κανείς δεν μπορεί κανείς δεν μπορεί
Ναι, ποτέ δεν έμεινα στην χώρα μου
Γυρνούσα χωρίς μορφή και ένιωθα την καρδιά μου να χτυπά
Ούτε άνεμος, ούτε ήχος
Ναι μπορείς να με δεις στα μάτια της
Να χορεύω τους χορούς του αύριο
Η φωτιά δε θα μπορεί να καταστρέψει το όνειρο μου
Ποιος, ποιος θα διώξει μακριά την θλίψη
Κανείς δεν μπορεί κανείς δεν μπορεί..
Και ο ήλιος στην θέση του
Μα εγώ απορώ ποιος θα μείνει αύριο να περιμένει τους θεούς
Ναι οι δρόμοι μας στρωμένοι με χρυσό
Και κανείς δεν ουρλιάζει πια
Μα εδώ το μυαλό μου χάνεται καθώς καταδιώκω δαίμονες
Ποιος, ποιος θα διώξει μακριά την θλίψη
Κανείς δεν μπορεί κανείς δεν μπορεί
Ναι, ποτέ δεν έμεινα στην χώρα μου
Γυρνούσα χωρίς μορφή και ένιωθα την καρδιά μου να χτυπά
Ούτε άνεμος, ούτε ήχος
Ναι μπορείς να με δεις στα μάτια της
Να χορεύω τους χορούς του αύριο
Η φωτιά δε θα μπορεί να καταστρέψει το όνειρο μου
Ποιος, ποιος θα διώξει μακριά την θλίψη
Κανείς δεν μπορεί κανείς δεν μπορεί..
Το τέρμα του ουρανού
Άκουσα τα βήματα και βγήκα ως την πόρτα
και μια φιγούρα μού'φερνε σκηνές απ'τα παλιά.
Και ξύπνησα και σκέφτηκα όπως σκεφτόμουν πρώτα,
να,τότε που οι άγγελοι βγαίναν στη ζητιανιά.
Το σώμα μένει ακίνητο σαν φτερουγίζει η σκέψη,
έτσι και'γω απόμεινα σαν άγαλμα βουβός
και ιδέα έμμονη μου πήρε τη μιλιά μου
και χάθηκα στο όραμα, χωρίς ν'ανάψω φώς.
Σε πίστεψα,με πίστεψες και χάσαμε κι οι δύο.
Σ'αρνήθηκα, μ'αρνήθηκες και χάσαμε κι οι δυό.
Στου κόσμου το ντελίριο μου πέταξες τ'αντίο
και από τότε κρύφτηκες βαθιά στο παρελθόν.
Πουτάνες οι ελπίδες μου,με όλους έχουν πάει,
μ' ιδεολόγους, μ' ήρωες,με πλούσιους,με αστούς,
τα χρόνια μου αγρίεψαν και βγήκαν στο σεργιάνι,
στης νύχτας τα κυκλώματα, στου κέρδους τους αγρούς.
Τότε δεν τα σήκωνα, μα τώρα κουβαλάω
απάνω στην καμπούρα μου, τα βίτσια των καιρών
ας τέλειωναν τα ψέματα να πάψω να γελάω,
να μ'έφτυνε κατάμουτρα το πάθος των τρελών.
Αστόχησα και έχασα το δώρο που μου τάζαν,
και τώρα αναδεύομαι στη χύτρα του χαμού.
Κι ενώ οι παλιοφίλοι μου μές'στη φωτιά κοχλάζαν,
θυμήθηκα πως έμοιαζε το τέρμα τ' ουρανού.
και μια φιγούρα μού'φερνε σκηνές απ'τα παλιά.
Και ξύπνησα και σκέφτηκα όπως σκεφτόμουν πρώτα,
να,τότε που οι άγγελοι βγαίναν στη ζητιανιά.
Το σώμα μένει ακίνητο σαν φτερουγίζει η σκέψη,
έτσι και'γω απόμεινα σαν άγαλμα βουβός
και ιδέα έμμονη μου πήρε τη μιλιά μου
και χάθηκα στο όραμα, χωρίς ν'ανάψω φώς.
Σε πίστεψα,με πίστεψες και χάσαμε κι οι δύο.
Σ'αρνήθηκα, μ'αρνήθηκες και χάσαμε κι οι δυό.
Στου κόσμου το ντελίριο μου πέταξες τ'αντίο
και από τότε κρύφτηκες βαθιά στο παρελθόν.
Πουτάνες οι ελπίδες μου,με όλους έχουν πάει,
μ' ιδεολόγους, μ' ήρωες,με πλούσιους,με αστούς,
τα χρόνια μου αγρίεψαν και βγήκαν στο σεργιάνι,
στης νύχτας τα κυκλώματα, στου κέρδους τους αγρούς.
Τότε δεν τα σήκωνα, μα τώρα κουβαλάω
απάνω στην καμπούρα μου, τα βίτσια των καιρών
ας τέλειωναν τα ψέματα να πάψω να γελάω,
να μ'έφτυνε κατάμουτρα το πάθος των τρελών.
Αστόχησα και έχασα το δώρο που μου τάζαν,
και τώρα αναδεύομαι στη χύτρα του χαμού.
Κι ενώ οι παλιοφίλοι μου μές'στη φωτιά κοχλάζαν,
θυμήθηκα πως έμοιαζε το τέρμα τ' ουρανού.
ΑΙΣΙΟ ΤΕΛΟΣ
Ναι ρε,ειμαστε νεκροι βρωμουμε οσο χιλιοι ταφοι μαζι φερουμε μεσα μας θρυμματισμενους κοσμους.
Ναυαγια απο ηλιους σβηστους προκατακλυσμιαιες θλιψεις σπαραγματα μιας σκοτωμενης ομορφιας τεφρους κρατηρες απο τους ουρανους των προσδοκιων μας.
Εμεις οι προπαγανδιστες του ανεφικτου.
Γι αυτο μη μας μιλατε αφουγκραζομαστε γκρεμους και σας παρακαλω πολυ μη μας ενοχλειτε,
εργαζομαστε: με πρωτη υλη τις αποτυχιες μας
πλαθουμε ποντο ποντο μες στο σκοταδι εναν ανθισμενο χιονανθρωπο,
τον εαυτο μας.
Ναυαγια απο ηλιους σβηστους προκατακλυσμιαιες θλιψεις σπαραγματα μιας σκοτωμενης ομορφιας τεφρους κρατηρες απο τους ουρανους των προσδοκιων μας.
Εμεις οι προπαγανδιστες του ανεφικτου.
Γι αυτο μη μας μιλατε αφουγκραζομαστε γκρεμους και σας παρακαλω πολυ μη μας ενοχλειτε,
εργαζομαστε: με πρωτη υλη τις αποτυχιες μας
πλαθουμε ποντο ποντο μες στο σκοταδι εναν ανθισμενο χιονανθρωπο,
τον εαυτο μας.
Gala(Θα γλεντήσω κι εγώ μια νύχτα)
Μαυροντυμένοι απόψε, φίλοι ωχροί,
ελάτε στο δικό μου περιβόλι,
μ' έναν παλμό το βράδυ το βαρύ
για ναν το ζήσουμ' όλοι.
Τ' αστέρια τρεμουλιάζουνε καθώς
το μάτι ανοιγοκλείνει προτού δακρύσει.
Ο κόσμος τω δεντρώνε ρέβει ορθός.
Κλαίει παρακάτου η βρύση.
Από τα σπίτια που είναι σα βουβά,
κι ας μίλησαν τη γλώσσα του θανάτου,
με φρίκη το φεγγάρι αποτραβά
τ' ασημοδάχτυλά του.
Είναι το βράδυ απόψε θλιβερό
κι εμείς θαν το γλεντήσουμε το βράδυ,
όσοι έχουμε το μάτι μας ογρό
και μέσα μας τον άδη.
Οι μπάγκοι μας προσμένουν. Κι όταν βγει
το πρώτο ρόδο στ' ουρανού την άκρη,
όταν θα σκύψει απάνου μας η αυγή
στο μαύρο μας το δάκρυ
θα καθρεφτίσει τ' απαλό της φως.
Γιομάτοι δέος ορθοί θα σηκωθούμε,
τον πόνο του θα ειπεί καθε αδερφός
κι όλοι σκυφτοί θ' ακούμε
Κι ως θα σας λέω για κάτι ωραίο κι αβρό
που σκυθρωποί το τριγυρίζουν πόθοι,
τη λέξη τη λυπητερή θα βρω
που ακόμα δεν ειπώθη.
Μαυροντυμένοι απόψε, φίλοι ωχροί,
ελάτε στο δικό μου περιβόλι,
μ' έναν παλμό το βράδυ το βαρύ
για ναν το ζήσουμ' όλοι.
Τετάρτη 29 Δεκεμβρίου 2010
Μ' ένα άδειο ποτήρι
Ψευτοπροφήτες ας σηκωσουμε το ποτηρι μας κι ας πιουμε εις υγειαν της συμπονιας,γιατι δεν θα γνωρισει ποτε ο ενας τον αλλον...
Lost Control
Τελικα μου εμεινε αυτη η συνηθεια να κοιταζω αλλου,ετσι σωθηκα απο πολλες καταστροφες ομως ειναι πραγματα που δε θα τα μαθουμε ποτε,οπως το μακρος των οριζοντων ή το βαθος της λυπης μας κι υστερα ερχονται εκεινες οι δυσκολες στιγμες που πρεπει να απαντησεις..
Τι θα πεις;
Have I really lost control?
Τι θα πεις;
Have I really lost control?
ΡΙΝΗ
Τα χρόνια κουράζουν τη γη
και λυγίζουν το σώμα,
μοιάζω με σακάτη
όμως ανασαίνω ακόμα
τα μάτια μου είδαν πολλά
αναμνήσεις που η ψυχή δεν ξεχνά
η ζωή με έκρινε μικρό
όμως κουράστηκα να φτάσω μέχρι εδώ
ένιωσα δίπλα μου
την πνοή του κακού
πολύ καιρό ήμουν στα χέρια
ενός σβησμένου αστεριού
όταν ξύπνησα απ’ τον εφιάλτη
γύρω μου υπήρχε μόνο στάχτη
η φωτιά της κόλασης «έσβησε» φώναξα από χαρά
κι ύστερα έτρεξα με σιγουριά..
17/9/02 Λ.Τ
και λυγίζουν το σώμα,
μοιάζω με σακάτη
όμως ανασαίνω ακόμα
τα μάτια μου είδαν πολλά
αναμνήσεις που η ψυχή δεν ξεχνά
η ζωή με έκρινε μικρό
όμως κουράστηκα να φτάσω μέχρι εδώ
ένιωσα δίπλα μου
την πνοή του κακού
πολύ καιρό ήμουν στα χέρια
ενός σβησμένου αστεριού
όταν ξύπνησα απ’ τον εφιάλτη
γύρω μου υπήρχε μόνο στάχτη
η φωτιά της κόλασης «έσβησε» φώναξα από χαρά
κι ύστερα έτρεξα με σιγουριά..
17/9/02 Λ.Τ
Πνίξτε τους κύκνους στα βρωμόνερα,
κατεδαφίστε τις πινακίδες,
δοκιμάστε τα δηλητήρια,
χωρίστε τις αγελάδες
απ’ τους ταύρους,
τα φυτά απ’τον ήλιο,
πάρτε τα φιλιά λεβάντας απ’τη νύχτα μου,
βγάλτε τις ορχήστρες συμφωνικής μουσικής στους δρόμους
σα ζητιάνους,
ακονίστε τα νύχια,
μαστιγώστε τις πλάτες των αγίων,
ετοιμάστε τα βατράχια και τα ποντίκια για τις γάτες,
κάψτε τους μαγευτικούς πίνακες,
κατουρίστε το χάραμα,
η αγάπη μου
είναι νεκρή.
κατεδαφίστε τις πινακίδες,
δοκιμάστε τα δηλητήρια,
χωρίστε τις αγελάδες
απ’ τους ταύρους,
τα φυτά απ’τον ήλιο,
πάρτε τα φιλιά λεβάντας απ’τη νύχτα μου,
βγάλτε τις ορχήστρες συμφωνικής μουσικής στους δρόμους
σα ζητιάνους,
ακονίστε τα νύχια,
μαστιγώστε τις πλάτες των αγίων,
ετοιμάστε τα βατράχια και τα ποντίκια για τις γάτες,
κάψτε τους μαγευτικούς πίνακες,
κατουρίστε το χάραμα,
η αγάπη μου
είναι νεκρή.
«Το παιδί»
Αποκοιμήθηκα μέσα σε λίγα λεπτά. Μπήκα σε ένα όνειρο. Ήμουν σε μια παράξενη γειτονιά και φυσούσε δυνατά ο άνεμος κάνοντας τα απλωμένα ρούχα να παίρνουν μορφές αερικών. Περνούσα έξω από τα σπίτια σε ένα στενό γκαλντερίμι, κανένας ήχος, όλοι έλειπαν. Ο ουρανός φαινόταν ραγισμένος κι από τη ρωγμή έβγαινε ομίχλη. Συνέχιζα να περπατώ.. Λίγο πιο πέρα κατέληξα σε έναν απύθμενο γκρεμό, εκεί η γειτονιά συνόρευε με τον Άδη. Πίσω μου άκουσα έναν λυγμό.. Γύρισα τρομαγμένος και είδα ένα παιδί να με πλησιάζει με μια μπάλα. Δεν είχε φίλους, έπαιζε μόνο. Με κοίταξε κι αισθάνθηκα τον τυφώνα που έβγαινε από τα μάτια του, με τύλιξε, με γονάτισε.. Ακούμπησα το χέρι μου στο πρόσωπό του, δεν αντιστάθηκε. Πέταξε την μπάλα του στον γκρεμό με μια κλοτσιά, και τυλίχτηκε πάνω μου. Μου έδειξε ένα σπίτι πιο πέρα. Πήγαμε μέχρι εκεί. Λύγισα μπροστά στην αυλόπορτα, η έκπληξη ήταν αναπάντεχη. Άρχισα να κλαίω με λυγμούς. Βρισκόμουν στην παλιά μου γειτονιά έξω από το σπίτι μου. Το παιδί άνοιξε την πόρτα και μου είπε να μπω, μετά χάθηκε. Το δωμάτιό μου ήταν ζεστό όπως τότε. Μπήκα μέσα στο πολύχρωμο πάπλωμα και σκεπάστηκα μέχρι το πρόσωπο. Πόσο μου έλειπε εκείνο το παιδί, τώρα θυμόμουν ξανά..
Λ.Τ
ΕΠΙΛΟΓΕΣ
Δρομοι που τους διαβηκαμε ολομοναχοι,μερες θαμπες,χρονια χαμενα
κι εκεινο το αρωμα που μας τυλιγει οταν μας εχει πια σφραγισει το πεπρωμενο...
ΠΟΤΕ ΘΑ ΞΑΝΑΠΑΜΕ ΣΧΟΛΕΙΟ;
Θυμαμαι μια μερα,παιδι,εβρεχε,ενας παραξενος ανθρωπακος μπηκε στο προαυλιο του σχολειου,ισως για να προφυλαχτει στο υποστεγο απο την βροχη,αλλα οχι,δεν ηταν για την βροχη,γιατι κρατουσε ομπρελα..
Απλως μπηκε στη μικρη αποθηκη με τα βαλσαμωμενα πουλια για το μαθημα της ζωολογιας..και κρεμαστηκε.
Μιλουσαμε μερες για αυτον στην ταξη.Υστερα περασαν χρονια χωρις να τον θυμηθουμε.
Τωρα ερχεται στον υπνο μου και με ρωταει: ποτε θα ξαναπαμε σχολειο;
Απλως μπηκε στη μικρη αποθηκη με τα βαλσαμωμενα πουλια για το μαθημα της ζωολογιας..και κρεμαστηκε.
Μιλουσαμε μερες για αυτον στην ταξη.Υστερα περασαν χρονια χωρις να τον θυμηθουμε.
Τωρα ερχεται στον υπνο μου και με ρωταει: ποτε θα ξαναπαμε σχολειο;
ΣΥΜΠΛΗΓΑΔΕΣ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ
Ηταν μεσημερι,ημουν σε μια ερημικη παραλια με το αμαξι οταν ανοιξα τα ματια..θα πρεπει να κοιμομουν μερες ολοκληρες..
Το πουθενα αποκαλυπτονταν στο τοπιο
Στ' αριστερα μου εβλεπα μια απεραντη θαλασσια αβυσσο κι εμπρος μου απλωνοταν μια αμμωδης αχανη εκταση ενωμενες σαν στιχοι σε μια απο τις παραγραφους καποιου ονειρου..
Καποια στιγμη ο ηλιος εσβησε αποτομα και το μερος σκοτεινιασε,δε φαινοταν κανενα φεγγαρι..
Περιμενα μεσα στο αμαξι εκπληκτος και χωρις να εχω ιδεα για το τι θα επακολουθησει..
Η θαλασσα λεπτο με το λεπτο οργιζονταν και τα κυματα της ορμουσαν στην παραλια σαν πεινασμενοι πυθωνες..Κατι ηταν λαθος ομως..
Ο αερας δεν ηταν αρκετος για να σηκωσει τετοια τρικυμια..
Εκανα το αμαξι πισω,φοβηθηκα..Κατι χτυπιοταν εκει μεσα..
Πανω στον ουρανο ειχαν μαζευτει φεγγαρια..
Εβγαινε ενα προσωπο μεσα απο τα νερα..
Κοιτουσα με την ακρη του ματιου δεν το αντεξα..
Ενας γιγαντας σηκωθηκε ορθιος μεσα απο την φουρτουνα καθως η ερημικη παραλια γινοταν θρυψαλα απο τον σεισμο..
Ο θεος γκρεμισε τις συμπληγαδες του συμπαντος και συρθηκε
μεσα στον ωκεανο...
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)