Summon the souls of macrocosm.
No age will escape my wrath.
I travel through time and I return to the future.
I gather wisdom now lost.
Watching the mortals "discovering" my chronicles, guarded
by the old demons, even unknown to me.
Eίμαστε οι κούφιοι άνθρωποι,
οι βαλσαμωμένοι άνθρωποι
σκύβοντας μαζί
κεφαλοκαύκι γεμισμένο άχυρο. Aλίμονο!
οι στεγνές φωνές μας όταν
ψιθυρίζουμε μαζί
είναι ήσυχες κι ανόητες
σαν άνεμος σε ξερό χορτάρι
ή πόδια ποντικών σε σπασμένο γυαλί
στο ξερό μας κελάρι
σχήμα χωρίς μορφή, σκιά χωρίς χρώμα,
παραλυμένη δύναμη, χειρονομία χωρίς κίνηση
αυτοί που πέρασαν
με ολόισια μάτια, στου θανάτου το άλλο βασίλειο
μας θυμούνται -αν καθόλου μας θυμούνται-
σαν κούφιους ανθρώπους
σα βαλσαμωμένους
μάτια δεν τολμώ να δω στα όνειρα
στου θανάτου το ονειρικό βασίλειο
αυτά δεν εμφανίζονται εκεί:
τα μάτια είναι
ηλιόφως σε μια σπασμένη κολώνα
εκεί, είναι ένα δέντρο χορεύοντας
και φωνές
στου ανέμου το τραγούδισμα
πιο μακρινές και πιο τελεστικές
από ένα μαραμένο αστέρι
ας είμαι όχι πιο κοντά
στου θανάτου το ονειρικό βασίλειο
ας φορέσω επίσης
τις μεταμφιέσεις
αρουραίου τρίχωμα, κοράκου δέρμα, κουρελούδες
σ' έναν αγρό
φερόμενος όπως φέρεται ο άνεμος
όχι πιο κοντά
όχι αυτή την τελική συνάντηση
στου λυκόφωτος το βασίλειο
αυτή είναι η νεκρή χώρα
αυτή είναι του κάκτου η χώρα
εδώ τα πέτρινα είδωλα
σηκώνονται, εδώ λαμβάνουν
την ικεσία ενός χεριού νεκρού ανθρώπου
κάτω απ' το σπίθισμα σβησμένου άστρου
αυτό είναι σαν αυτό
στου θανάτου το άλλο βασίλειο
ξυπνώντας μόνοι
την ώρα που είμαστε
τρέμοντας με τρυφερότητα
χείλη που θα φιλούσαν
κάνουν προσευχές σε τσακισμένες πέτρες
αόμματοι
αν δεν τα μάτια μας ξαναφανούν
όπως το αέναο άστρο
του πολύφυλλου ρόδου
στου θανάτου το λυκοφωτικό βασίλειο
η ελπίδα μόνο
των κενών ανθρώπων
των άδειων ανθρώπων
μεταξύ ιδέας
και πραγματικότητας
μεταξύ κίνησης
και δράσης
πέφτει η σκιά
μεταξύ αντίληψης
και δημιουργίας
πέφτει η σκιά
η ζωή είναι πολύ μακριά
μεταξύ πόθου
και σπασμού
μεταξύ δύναμης
και ύπαρξης
μεταξύ ουσίας
και πτώσης
πέφτει η σκιά
γιατί δικό σου είναι το βασίλειο
γιατί δική σου είναι η ζωή
γιατί η ζωή σου είναι δική σου
δική σου
αυτός είναι ο τρόπος που τελειώνει ο κόσμος
όχι μ' ένα πάταγο αλλά μ' ένα λυγμό
”Αίνιγμα.
Τί είναι αυτό που ανεβαίνει πιο ψηλά από τον ήλιο
και κατεβαίνει πιο χαμηλά
από τη φωτιά,που είναι πιο ρευστό από τον άνεμο
και πιο σκληρό από το γρανίτη;
Χωρίς να σκεφτεί,απαντάει:
-Μια μπουκάλα.
-Γιατί; ρωτάει η σφίγγα.
-Γιατί έτσι θέλω.
-Καλώς,μπορείς να περάσεις,
Οιδίπους ιδέα και τομάρι.”
Σαν τον μεθοδικό ναυαγό που μετράει τα κύματα που
του φτάνουν για να πεθάνει
και τα μετράει και τα ξαναμετράει,για ν’ αποφύγει λάθη,
μέχρι το τελευταίο,
μέχρι εκείνο που έχει το ανάστημα ενός παιδιού και του σκεπάζει
το μέτωπο,
έτσι έχω ζήσει με τη μάταιη φρόνηση ενός αλόγου από
χαρτόνι μέσα στο μπάνιο,
γνωρίζοντας πως δεν έχω γελαστεί σε τίποτα,
εκτός από τα πράγματα που αγάπησα.
Υπάρχει μια αλήθεια που βάζει όρια στον άνθρωπο
Μια αλήθεια που τον εμποδίζει να πάει μπροστά
Ο κόσμος αλλάζει
Ο κόσμος το ξ έ ρ ε ι πως αλλάζει
Βαριά είναι η λύπη της μέρας
Οι γέροι έχουν όψη καταδίκης
Οι νέοι παραγνωρίζουν τη μοίρα τους στην όψη αυτή
Αυτό είναι αλήθεια
Μα δεν είναι αλήθεια ολότελα.
Η ζωή έχει νόημα
Και δεν ξέρω το νόημα
Ακόμα κι όταν την ένιωσα δίχως νόημα
Είχα ελπίδα και προσευχήθηκα και ξεστόμισα ένα νόημα
Δεν ήταν όλα ποίηση παιχνιδιάρα
Υπήρχαν χρέη να ξεπληρωθούν
Καλώντας Θεό και Θάνατο
Είχα μια άγρια επιθυμία μαζί τους να τα βάλω
Ο Θάνατος αποδείχτηκε νόημα να μην έχει δίχως τη Ζωή
Ναι ο κόσμος αλλάζει
Ο Θάνατος όμως μένει ίδιος
Τον άνθρωπο παίρνει μακριά απ’ τη Ζωή
Αυτό είν’ το μόνο νόημα που κατέχει
Και συνήθως είναι μια θλιβερή υπόθεση
Τούτος ο Θάνατος
Είχα μια αθωότητα είχα μια σοβαρότητα
Είχα ένα χιούμορ να με γλιτώνει από την αδαή φιλοσοφία
Σε σένα απευθύνεται αυτό το ποίημα.
Όπως και τόσα άλλα.
Σε σένα που ορνιθοσκαλίζεις ιερογλυφικά
κάτω από το φεγγάρι μιας ερήμου.
Ή μιας πόλης έρημης,λερώνοντας τους
βρώμικους τοίχους της με κόκκινη μπογιά.
Που περιφέρεσαι χαράματα
μισομεθυσμένος,ημίτρελλος
σε σοκάκια, πλατείες και άδειες
λεωφόρους,
ακίνητος.
Σε σένα που στέκεις παράμερα
της σιωπής,κομπιάζοντας μπροστά
στη φωτιά και τη σαστισμένη οργή της.
Που φυτεύεις υάκινθους σε μια ξερή
βουνοπλαγιά πεθαμένων λέξεων και
περιμένεις την άνοιξη.
Φορέας ανισόρροπων παλμών,
καλοφτιαγμένος
στέρεος και βαρύς
μες στη διαύγεια της θλίψης σου.
Χαμένος.
Ανακαλύπτεις όσα
θα χάσεις ξανά και ξανά.
Τινάζεις από το μαύρο
τις χρωματιστές επωμίδες
και τραβάς την πορεία σου.
Απίθανη ελπίδα της εμμονής μου.
Σε σένα,
που δεν ξέρω
ποιος είσαι,
ξέρω μόνο ότι
έρχεσαι…
ΘΑ κάπνιζα για χρόνια ακόμα
Θα ανάσαινα
Και θα περπατούσα
Σε δρόμους χωρίς όνομα για χρόνια
Οι λέξεις λιγοστεύανε φτερούγες έγιναν
Χαθήκανε
Όπως τα πράγματα που ψάχνεις
Και δε βρίσκεις
Όπως όταν μιλάς σε γυρισμένα πρόσωπα
Και κάτι με το σώμα
Είχανε μείνει πίσω κι αυτά
Και τα βιβλία
Τα πράγματα
Από στιγμές κι ανθρώπους
Σε αποθήκες ξένες
Και το μικρό καΐκι
Με το γυναικείο όνομα
Σαπίζει ακόμα σ’ ένα χωράφι
Δεν έχω τόπο
θα παρακαλέσω
– όπως δεν παρακάλεσα ποτέ –
θα πέσω στα γόνατα κάποιου θεατρώνη
με βαμμένα μαλλιά
να με πάρει κι εμένα
στον πλανόδιο θίασό του
Θα μου ζητήσει άδεια
και προϋπηρεσία
και συστάσεις
Δεν έχω τίποτα
Ο αόρατος θίασος
που αφιέρωσα τη ζωή μου
δεν είχε τέτοια πράγματα
Όμως – τώρα – κάπως πρέπει
να πεθάνω κι εγώ
Έλεος δηλαδή.
Άλλοι όγκοι
Μεγέθη μυθικά
Κατατομές αμετάβλητες
Περιφρουρούν
Το σώμα σου.
Αυλή μοναστηριού
Το πρόσωπό σου
Αναπαύει την αμαρτία.
Πάντως
Εγώ όταν σε σκέφτομαι
Πέφτω ξαφνικά
Σα χιλιάδες ποτήρια
Που σπάνε.
Θυμήσου
Τίποτα δεν είναι πιο αληθινό από το
Ψέμα
Τίποτα πιο γενναίο που να παλεύει την
Αλήθεια
Τίποτα πιο απολέμητο
πιο αίμα του αιμάτου
απολέμητο
για πάντα
Εγώ πεζός με το σύννεφο επ’ ώμου
με τη φλεγμονή της ανηφόρας
με μια Κολχίδα μες στο νου
κατεπάνω του στο άπειρο.
Άσπρο ελάφι ο δυϊσμός βόσκαγε τα μάτια μας
σκόρπια στο πάτωμα..
Eίναι η ανάπαυση η φωτισμένη,ούτε πυρετός ούτε αδυναμία,πάνω στο κρεβάτι ή πάνω στο χωράφι.
Είναι ο φίλος ούτε φλογερός ούτε αδύναμος. Ο φίλος.
Είναι η αγαπημένη ούτε ενοχλητική ούτε ενοχλημένη. Η αγαπημένη.
Ο αέρας και ο κόσμος που καθόλου δεν τον ψάξαμε. Η ζωή.
- Ήταν λοιπόν αυτό;
- Και το όνειρο φρεσκάρισε.
Όταν είμαστε πολύ δυνατοί,- ποιος υποχωρεί;
πολύ χαρούμενοι,- ποιος γελοιοποιείται;
Όταν είμαστε πολύ κακοί,- τι θα κάνουν μαζί μας;
Στολιστείτε,χορέψτε,γελάστε.
- Δε θα μπορέσω ποτέ να στείλω τον έρωτα απ’ το παράθυρο.
Erotic fantasies: aphrodite of cnide and aries
As mystic as a glimmer at the bottom of a lake
Sensuality of your figure,of your white body
White dove or dark crow?
The temptations of these acts change the being,from the beast to...
To the lamb
But if you touch her,she will cut your veins and dive her hand
Deep down in your soul to spread it over your face
Sweet venus,in power of an immense veil beyond the borders of
Death,seduces men with her charm and elegance
Pleasure of lust,she is also
the sweetness of the flower blinding the
Insect that comes to take her nectar
O the pleasure is so sweet in aprodite's thorns,but if you touch
Her... she will cut your veins
Τ' ωραίο καράβι έτοιμο στο χαρωπό λιμάνι,
γιορταστικά με γιασεμιά και ρόδα στολισμένο,
με τις παντιέρες του αλαφριές στην ανοιξιάτικη αύρα
και τ' Όνειρό μας στο χρυσό πηδάλιο καθισμένο,
μας πήρε για τα Κύθηρα,τα θρυλικά, όπου μέσα
σε δέντρα και λούλουδα και γάργαρα νερά
υψώνεται ο μαρμάρινος ναός για τη λατρεία
της Αφροδίτης -του έρωτα τη θριαμβική θεά.
Μα το ταξίδι ήταν μακρύ κ' η χειμωνιά μας βρήκε!...
Οι φανταχτερές κι ανάλαφρες παντιέρες μουσκευτήκαν,
τα χρώματα ξεβάψανε και τ' άνθη εμαραθήκαν
και κάπου από τους άξενους τους ουρανούς,το πλοίο
απόμεινε ακυβέρνητο στο κύμα τ' αφρισμένο
με το φτωχό μας Όνειρο στην πρύμνη πεθαμένο.
Οι άγγελοι της νύχτας δεν έχουν φτερά.
Δεν έχουνε γελαστά ρόδινα μάγουλα.
Δεν έχουν ζεστά χέρια,χείλη που να σαλπίζουν
τα φοβερά και παράφορα οράματα.
Ούτε ξορκίζουν το φόβο.
Οι άγγελοι της νύχτας δε μπορούν να πετάξουν.
Βαδίζουν με αργά κουρασμένα βήματα
χάνονται μέσα στα σκοτεινά σοκάκια
κάνουν παρέα στους αλήτες,χα'ι'δεύουν τ'αδέσποτα σκυλιά
ανάβουν το τσιγάρο στις κοπέλες που ξεπαγιάζουν κάτω απ'τα υπόστεγα
κι ύστερα μπαίνουν στα μπάρ και ζητούν να τους κεράσουν
κάποιο απο κείνα τα δυνατά ποτά
που είχαν συνηθίσει στον Παράδεισο. Οι άγγελοι της νύχτας δεν ξέρουν την αγάπη.
Μιλούν για τον μεγάλο φόβο πάντα,ζούν στην απέραντη μοναξιά
βρίσκουν καταφύγιο στα παλιά λυπημένα τραγούδια
κι όταν πλαγιάζουν
η κάμαρή τους γίνεται καράβι που κτυπιέται με τ'άγρια κύματα
ακούγοντας όλους τους ναυαγισμένους του κόσμου
να φωνάζουν βοήθεια.
Οι άγγελοι της νύχτας δε μπορούν να πετάξουν δεν έχουν φτερά
αλλά,τελικά,είναι οι μόνοι άγγελοι που υπάρχουν...
Δεν προχωρούμε.
Πίσω πάλι στους παλιούς δρόμους,φορτωμένους άπ'το πάθος μου,
το πάθος όπου
φύτρωσε τούτες τίς ρίζες του πόνου στα πλευρά μου
από την εποχή της λογικής
-κι'ανεβαίνει στον ουρανό,
με κατακερματίζει,μέ γυρίζει ανάποδα,με παρασύρει.
Η ύστατη αγένεια κι'η ύστατη δειλία.
Ειπώθηκε.
Να μή φανερώνω τις αδυναμίες μου και τις αηδίες
μου στον κόσμο.
Εμπρός.
Η πορεία,το φορτίο,η έρημος,οργή και πλήξη.
Σε ποιόν να πουληθώ;
Το δύσκολο είναι να την αράξεις στη γωνίτσα σου δίχως να σε προσέξουν.
Τα υπόλοιπα έρχονται μόνα τους.
Τρεις γουλίτσες και σου ξανάρχεται η όρεξη να χάνεσαι στις σκέψεις σου. Ορθώνεται ένα μακρινό κύμα με ξεχασμένους ψιθύρους, τα πάντα θολώνουν και είναι σαν θαύμα να υπάρχεις για να χαζεύεις το ποτήρι.
Η δουλειά
(γιατί οι άντρες δεν μπορούν να μη σκέφτονται τη δουλειά)
ξαναγίνεται το ανέκαθεν μοιραίο: ότι
είναι ωραίο να υποφέρεις
για να μπορείς να χάνεσαι στον πόνο.
Μετά, τα μάτια
ατενίζουν το κενό,σαν πονεμένα μάτια τυφλού.
Αν αυτός ο άντρας σηκωθεί,τραβώντας σπίτι για ύπνο
θα μοιάζει μ’ έναν στραβό που ‘χασε το δρόμο.
Ο καθένας
μπορεί να ξεμπουκάρει απ’ τη γωνιά και να τον αρχίσει στις γροθιές.
Μπορεί να εμφανιστεί μια γυναίκα, όμορφη και νέα,
αγκαζέ μ’ έναν άντρα,ανθίζοντας.
Όπως κάποτε μια γυναίκα άνθιζε μαζί του.
Μα δεν βλέπει. Δεν μπορεί να δει.
Τραβάει σπίτι για ύπνο
και η ζωή του δεν είναι παρά ένας ψίθυρος σιγής.
Σαν τον γδύσεις,θα βρεις σαραβαλιασμένα μέλη
και την επιδερμίδα,καταφαγωμένη.
Ποιος να έλεγε ότι τον διατρέχουν άθερμες φλέβες
εκεί που άλλοτε ζεμάταγε η ζωή;
Κανείς δεν θα πίστευε
πως κάποτε μια γυναίκα γέμιζε χάδια και φιλιά εκείνο το κορμί,
που,λουσμένο στα δάκρυα,τρέμει,
τώρα που έφτασε σπίτι για να κοιμηθεί,
μα δεν τα καταφέρνει
Χαφιές στο σπίτι η θεία σου
κι αστυνόμος η μαμά
του τρόμου αθώα πρόσωπα
που αργοπεθαίνουν στη δική σου αγκαλιά
Παυλάκη, γύρω σου σωπαίνουν
τους φτάνει που ανασαίνουν
τι ζητάς...
Ετοιμοθάνατου είσαι γέννα
κουλός με χρυσαφένια πένα
που το πας...
Με το χαβά του θυμικού σου
ματζούνι του μυαλού σου
πιπιλάς...
ξέρουνε τι τους περιμένει
στην πολυθρόνα βολεμένοι
τι ρωτάς...
Θάνατος θάνατος θάνατος
Κάπου τριγυρίζει μια παράξενη ματιά
κάτι σε γεμίζει με θανάτου σιγουριά
κανείς δε θες να σε δαμάσει
κι όμως πονάς για ότι έχεις χάσει
και ρωτάς
Βυζαίνει ακόμα τ' ονειρό σου
κι ο πόνος μοιάζει να 'ναι γιατρικό σου
που ζητάς...
Στο Αμστερνταμ ο Φαληριώτης
και στο Παρίσι ο Βελεσιώτης
σου γελάν...
Θανάτου χρέος σου μετράνε
σε καταφύγια σε τραβάνε
και ξεχνάς...
Αδημονώ ευθαρσώς για μια παράνοια
αδιαφορώντας για τα λόγια των μεγάλων.
Οι στίχοι που κατοίκησαν το σώμα μας
βαθειά έχουν ραγίσει τους αρμούς
κι αντλούν το αίμα τους από τις ασφράγιστές μας φλέβες.
Έτσι κι εγώ αδημονώ
με των ερώτων το σπαθί ν’ ανοίξω δρόμο
και μια ευχή παντοτινή δοσμένη πρώτη Απρίλη
κομμάτι ολόκληρο
ή ένα ψήγμα απ’ τη δική σου άγρια πτώση
σαν τόπος άγονος από γεννησιμιού
που δεν ευτύχησε ποτέ μια άδικη σκλαβιά.
Τυραννικά αδημονώ
-μ’ ακούς τουλάχιστον εσύ;-
και ξαλαφρώνω με τις ήττες κάποιων νέων
παλάμες αρυτίδωτες σκαλίζουν τα μελλούμενα
κι απ’ το μηδέν γκρεμίζουν τις αλήθειες των αιώνων
λες και ποτέ δεν ίδρωσαν ψυχές
ή συνηθίζουν την αγάπη να νηστεύουν υπογείως.
Αδημονώ λοιπόν
τι κι αν κατέχω ένα βιβλίο με παράνοιες
ξέρω πως αύριο η λιτανεία θα λήξει
κι όλοι θα μπουν στο χώμα τους κοιτώντας τα ρολόγια.
Χειµωνιάτικο δειλινό χαµηλωµένο στη θλίψη•
µεθυσµένο παραµυθάκι που τρεκλίζοντας χάνεται στο χιόνι•
κι εκείνος ο άγγελος που δεν πιστέψαµε και κρεµάστηκε από ένα κλωνί χριστουγεννιάτικου δέντρου• µόνο,τις νύχτες που σε συλλογιόµουν,γέµιζε το δωµάτιο
από τους ίσκιους των φτερών του που ανοίγανε
σιγά-σιγά.
Θα μπορούσα να πω: η λύπη μου του αισθηματία που απ' το αλάτι των δακρύων κάνει αγάλματα...
Εύκολα κάνεις κακή ποίηση με ωραίες εικόνες..
Κι ούτε που θέλω πια κανείς να με πιστέψει
που αγγίζω κάποτε αγάπη από την εκφρασμένη
κι απ' την πατημένη όπως τη φέρνει όλο πόνο
ο λόγος των ανθρώπων.
Γιατί από λέξεις είναι ακόμα ότι μας πλήγωσε και ψάχνει λέξεις
κάποια γλώσσας άγνωστης να κλείσει την πληγή.
Γεμίζει ο κόσμος θύματα μιάς εκ των υστέρων ερμηνείας
κι ανοίγει μέσα τους ο πόνος και ξοδεύονται:
Να φτιάξει χάρτες από λέξεις που κάποτε διαβάζονται τόσο απ' τους άλλους όσο του είναι αόρατοι.
Η λύπη μου είναι από συνθήκη του ανθρώπινου
που εξευγενίζεται από λέξεις και ματώνοντας
να κρύψει πως του λείπει αέρας να τον αγαπούν
και να το κλάψει κάποτε κοιτώντας θάλασσα.
Α! τι ωφελεί να καρτεράς όρθιος στην πόρτα του σπιτιού
και με τα μάτια στους νεκρούς τους δρόμους στυλωμένα,
αν είναι νάρθει θε ναρθεί,δίχως να νοιώσεις από πού,
και πίσω σου πλησιάζοντας με βήματα σβημένα
θε να σου κλείσει απαλά με τ' άσπρα χέρια της τα δυο
τα ματια που κουράστηκαν τους δρομους να κυττάνε'
κι όταν, γελώντας, να της πεις θα σε ρωτήσει: "ποια είμαι εγώ;
"απ' της καρδιάς το σκίρτημα θα καταλάβεις ποια 'ναι.
Δεν ωφελεί να καρτεράς! Αν είναι νάρθει, θε ναρθει'
κλειστά όλα νάναι,αντίκρυ σου να στέκεται θα δεις ορθή
κι ανοίγοντας τα χέρια της πρώτη θα σ' αγκαλιάσει.
Αλλιώς, κι αν είναι όλοφωτο το σπίτι για να την δεχτείς
κι έτσι ως την δεις τρέξεις σ' αυτήν κι ομπρός στα πόδια της συρθείς,
αν είναι νάρθει θε ναρθει,αλλιώς θα προσπεράσει.
Σαν έναν σύγχρονο ονειρεύτηκα Διογένη
τον εαυτό μου άεργο και ευτυχισμένο,
χωρίς ευθύνες,με φαντάστηκα,εργένη
να ‘μαι λιτός και στο πυθάρι μου να μένω.
Ολιγαρκής και τίποτα να μη μου λείπει
και να χορταίνω με ψωμί και λίγο τίλιο
κι όποιος γελώντας μπρος μου λέει «κοίτα τον χίπυ!»
να μ’ ενοχλεί που στέκεται μπροστά στον ήλιο.
«Το ονειρεύτηκα εαυτέ μου για φαντάσου
αυτό που ζεις πραγματικά,το έχω άχτι
με δυο δουλειές τα βγάζεις πέρα και με τράκα,
τώρα κι αυτό θάψτο με τ’ άλλα όνειρά σου
-αφού η δουλειά σου η μια είναι του νεκροθάφτη-
σκάσε και σκάβε με δυο λόγια ρε μαλάκα».
Κατ΄αρχάς θα περισυλλέξω από το τραπέζι τα ψίχουλα των προσδοκιών.
Θα τακτοποιήσω το μικρό δώμα,με τη θέα προς το μεγάλο δρόμο,εκείνο που αιώνες τώρα φιλοξενεί διαβάτες θλιμμένους,ανθρώπους νικημένους, πιστούς ακολούθους των καιρών.
Θα περπατήσω σιμά στη σιωπή,κάτω από ντροπιασμένα φώτα,δίπλα σε σφραγισμένα πηγάδια,κάτω από τα σκισμένα λάβαρα των λησμονημένων επετείων.
Μονάχα σαν γονατίσει η αυγή πάνω στα ανθρώπινα είδωλα θα επιστρέψω στη σκοτεινή κάμαρη με τις αρχαίες δημιουργίες,τους λυπημένους τοίχους.
Θα κοιτάξω για άλλη μια φορά το παραμορφωμένο παραπέτασμα του κόσμου,έτσι όπως φαίνεται μέσα από τις μυριάδες ψηφίδες κάποιας κίτρινης βροχής.
Με τρόπο σεπτό και ταπεινό,καθώς αρμόζει θα λάβει τέλος άλλη μία από εκείνες τις περίφημες,νύκτιες τελετές της ενηλικίωσης.
Η νύχτα τότε, -να θυμάσαι πως σου μιλώ σε τόνο βραδινό-,άλλη μια νύχτα,θα σωριαστεί νεκρή πλάι στα παμπάλαια απογεύματα,πλάι στα σώματα των επερχόμενων ημερών.
Πέρασα ανάμεσα από τα σπίτια, ανάμεσα από τους δρόμους και τους ανθρώπους πέρασα.
Τα σπίτια είχαν κάτι παράξενο,σαν ανθρώπινο.
Μα δεν τολμώ πια να θυμάμαι εκείνους που τώρα έπαψαν.
Τράβηξα ίσια κατά το δρόμο με τις φωλιές.
Τα αρχαία χέρια μου είναι δεμένα με εκείνα των υπολοίπων.
Υπάρχει ένας ίδιος δρόμος και ένας ίδιος πόνος
και ο δρόμος που τραβά μοιάζει απέραντος,καθώς όλες οι πορείες.
Κρατώ στον κόρφο μου το μεγαλοπρεπές βάρος των ήλιων.
Εμπρός μου αποκαλύπτονται τα τεράστια μεγέθη των αυγουστιάτικων μεσημεριών.
Ο νέος με τη σινδόνη θυμίζει έντονα κάποιο οικείο πρόσωπο.
Η κερένια του υφή, το στόμα που ακούγεται να μιλά πάντα βουβό,τα μαλλιά του που μάκρυναν
και έδειραν τους ώμους,έπνιξαν τις πεταλούδες που κάποτε έβρεξε ο καιρός.
Πέρασα ανάμεσα από τα σπίτια, ανάμεσα από τους δρόμους και τους ανθρώπους πέρασα.
Μα τίποτα και κανείς δεν με συγκράτησε.
Και ο δρόμος τέλειωσε και εγώ σωριάστηκα και πέθανα.
Εγώ, το στερνό των αμαρτημάτων.
Ο άνεμος που φυσά λικνίζει τα άδεια κλουβιά των πουλιών.
Πριν το τέλος όλα επιδεικνύουν μια ανεκτική τρυφερότητα.
Μα οι φωνές δεν είναι ήσυχες σαν μανάδων, μα τραχιές και εκκωφαντικές,κραυγές ικκέτιδων.
Εκείνες μόνο θυμάμαι.
Εγώ ο τελευταίος άνθρωπος,η τελευταία οδός.
Υπάρχουν άνθρωποι που ζουν πέρα από τους ανθρώπους
και πέρα πολύ από τα υπερυψωμένα σπίτια με τις στριμωγμένες προσόψεις
και τους ανυπόληπτους νεκρούς.
Μιλώ για εκείνους που ξερνούν στάχτη από τα χέρια και επιβιώνουν,
υποκύπτοντας στον ενστικτώδη,πια ρυθμό των αναπνοών...
Το υστερνό μου φίλημα στο μέτωπο σου πάρε
και άφησε με, αγάπη μου,δυο λόγια να σου πω
αλήθεια λές σαν όνειρο πως διάβηκε η ζωή μου
χωρίς κανένα ατέλειωτο και ξέμακρο σκοπό.
Μα αν η ελπίδα πέταξε σε μέρα ή σε νύχτα
εκεί με σκέπασε βουνό της δυστυχιάς μεγάλο
σου φαίνεται πως έχασα το πιο λίγο καλή μου
αφου η ζωή είναι όνειρο κρυμμένο μέσα σ' άλλο.
Στέκομαι σ' άγρια ακρογυαλιά που δέρνει το κύμα
κι άμμους χρυσούς στα χέρια μου σφιχτά σφιχτά κρατάω
τι λίγοι και πως χάνονται απ' τα κλειστά μου χέρια
ενώ εγώ σε δάκρυα ολόπικρα ξεσπάω.
Θεέ μου, είναι αδύνατο να σώσω μόνο έναν
απ' το κύμα που κυλά με θόρυβο μεγάλο;
Είναι όλα όσα βλέπουμε σ' αυτόν εδώ τον κόσμο
ένα όνειρο ατέλειωτο κρυμμένο μέσα σ' άλλο;
Ο έρωτας,
όνομα ουσιαστικόν,
πολύ ουσιαστικόν,
ενικού αριθμού,
γένους ούτε θηλυκού ούτε αρσενικού,
γένους ανυπεράσπιστου.
Πληθυντικός αριθμός
οι ανυπεράσπιστοι έρωτες. Ο φόβος,
όνομα ουσιαστικόν,
στην αρχή ενικός αριθμός
και μετά πληθυντικός:
οι φόβοι.
Οι φόβοι
για όλα από δω και πέρα. Η μνήμη,
κύριο ονομάτων θλίψεων,
ενικού αριθμού,
μόνον ενικού αριθμού
και άκλιτη.
Η μνήμη, η μνήμη, η μνήμη.
Η νύχτα,
όνομα ουσιαστικόν,
γένους θηλυκού,
ενικός αριθμός.
Πληθυντικός αριθμός
οι νύχτες.
Οι νύχτες από δω και πέρα.